ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αζάτι (επίθ.) αζάτι [aˈzati] Αφσάρ., Φάρασ. Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. ἀζάτη (πβ. Ἡσύχ. Ζ 1442 «ἀζάτη· ἐλευθερία»), το οπ. από περσ. azat, πβ. και τουρκ. ουσ. azat = α) απελευθέρωση β) ως επίθ., ελεύθερος, χωρίς περιορισμούς, ανεμπόδιστος γ) διαλεκτ., άχρηστος. Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ., βλ. ΙΛΝΕ λ. ἀζάτι.
Ελεύθερος Αφσάρ., Φάρασ. : Ποίτζ̑ε μ’ αζάτι! (Άφησέ με ελεύθερο) Αφσάρ. -Dawk. Συνών. εύκαιρος :2, σερμπέσης :1
Τροποποιήθηκε: 02/02/2025