ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αέρας (ουσ. αρσ.) αέρας [aˈeras] Ανακ. αγέρας [aˈɣeras] Ανακ., Μισθ., Ποτάμ., Σινασσ. Από το μεσν. ουσ. ἀέρας, όπου και τύπ. ἀγέρας, το οπ. από το αρχ. ουσ. ἀήρ.
Αέρας, άνεμος ό.π.τ. : Σάμ' άνοιξαμ' τη θύρα του σ̑ειμωκού, ευτύς σέμην ο αγέρας και το σ̑όνι μέσα (Μόλις ανοίξαμε την πόρτα του χειμωνικού δωματίου, αμέσως μπήκε ο αέρας και το χιόνι μέσα) Σινασσ. -Λεύκωμα Ξέβην έν' αγέρας· πολύ αγέρας ήταν σήμερα (Βγήκε αέρας· πολύς αέρας ήταν σήμερα) Ανακ. -Cost. Αγέρας και γαρσϋγά να κάνω και να σας σκορπίσω όλους (Αέρα και ανεμοστρόβιλο θα κάνω και θα σας σκορπίσω όλους) Ποτάμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Χέκιξαν ντα αχτσ̑ά να πάρ'νι αγέρα (Τα έβαζαν έτσι να πάρουνε αέρα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Ἐνα κακό αέρας, νίγονdαι διάβολ’ σον κόσμο (Ένας κακός αέρας, γίνονται διάβολοι στον κόσμο˙ ο άνεμος προμηνύει συμφορές) -Κωστ.Α. Συνών. άνεμος, κρύος, χαβάς