αερικό
(ουσ. ουδ.)
αγερικό
[aɣeˈriko]
Σινασσ.
Από το πρώιμ. μεσν. επίθ. ἀερικός. Η ουσιαστικοπ. του ουδ. ήδη μεσν. με σημ. 'είδος φόρου' και νεότ. 'κεραυνός’.