ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αζαρλαντίζω (ρ.) αζαρλαdι̂́ζω [azarlaˈdɯzo] Αραβαν. αζαρλατίζω [azarlaˈtizo] Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ. εζερλεdίζω [ezerleˈdizo] Αξ. αζαρλατώ [azarlaˈto] Φάρασ. αζαρλατώου [azarlaˈtou] Φάρασ. εζκιρλετώ [ezcirleˈto] Σινασσ. Παρατατ. αζαρλατίνκα [azarlaˈtinka] Τσουχούρ., Φάρασ. Από το τουρκ. ρ. azarlamak (αόρ. azarladı) = επιπλήττω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε -τώ κατά τα ρ. σε . Ο τύπ. αζαρλατώου με το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
1. Επιπλήττω Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ. : «Όπου ’έν εσ̑ύ μι κρούς ’φτί;» ντεγί, εζερλεdίζουν ντο (εσύ γιατί δεν δίνεις προσοχή;» το επιπλήττουν (ενν. τα μεγαλύτερα αδέλφια το μικρότερο)) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Πασ̑λάτ'σιν να μι αζαρλατίζει (Άρχισε να με μαλώνει) Φάρασ. -Bağr. Συ του ήσουν ο άνdρας του, ο Τούρκος, αζαρλατίνκις τα (Εσύ που ήσουν ο άντρας της, ο Τούρκος, την μάλωνες) Τσουχούρ. -VLACH Συνών. νταριλντίζω, λαλώ, μιλέκνω
2. Το παρακάνω, το παρατραβάω Σινασσ.