αζαρλαντίζω
(ρ.)
αζαρλαdι̂́ζω
[azarlaˈdɯzo]
Αραβαν.
αζαρλατίζω
[azarlaˈtizo]
Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ.
εζερλεdίζω
[ezerleˈdizo]
Αξ.
αζαρλατώ
[azarlaˈto]
Φάρασ.
αζαρλατώου
[azarlaˈtou]
Φάρασ.
εζκιρλετώ
[ezcirleˈto]
Σινασσ.
Παρατατ.
αζαρλατίνκα
[azarlaˈtinka]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. azarlamak (αόρ. azarladı) = επιπλήττω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Οι τύπ. σε -τώ κατά τα ρ. σε -ώ. Ο τύπ. αζαρλατώου με το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
1. Επιπλήττω
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
«Όπου ’έν εσ̑ύ μι κρούς ’φτί;» ντεγί, εζερλεdίζουν ντο
(εσύ γιατί δεν δίνεις προσοχή;» το επιπλήττουν (ενν. τα μεγαλύτερα αδέλφια το μικρότερο))
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Πασ̑λάτ'σιν να μι αζαρλατίζει
(Άρχισε να με μαλώνει)
Φάρασ.
-Bağr.
Συ του ήσουν ο άνdρας του, ο Τούρκος, αζαρλατίνκις τα
(Εσύ που ήσουν ο άντρας της, ο Τούρκος, την μάλωνες)
Τσουχούρ.
-VLACH
Συνών.
νταριλντίζω, λαλώ, μιλέκνω
2. Το παρακάνω, το παρατραβάω
Σινασσ.