αζγουνλαντίζω
(ρ.)
αζγι̂ν-νανdι̂́ζω
[azgɯnnanˈdɯzo]
Αραβαν.
Αόρ.
αζγουνλάd’σα
[azɣunˈladsa]
Φάρασ.
Από το επίθ. ασγούνης, όπου και τύπ. ασγι̂́ν, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Ο τύπ. αζγι̂ν-νανdι̂́ζω με αφομ. [n-l] > [n-n]. Πβ. και τουρκ. ρ. azgınlaşmak = γίνομαι έξαλλος.