ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αζγουνλαντίζω (ρ.) αζγι̂ν-νανdι̂́ζω [azgɯnnanˈdɯzo] Αραβαν. Αόρ. αζγουνλάd’σα [azɣunˈladsa] Φάρασ. Από το επίθ. ασγούνης, όπου και τύπ. ασγι̂́ν, και το παραγωγ. επίθμ. -λαντίζω. Ο τύπ. αζγι̂ν-νανdι̂́ζω με αφομ. [n-l] > [n-n]. Πβ. και τουρκ. ρ. azgınlaşmak = γίνομαι έξαλλος.
1. Αγριεύω ό.π.τ. Συνών. λυσσιάζω
2. Επιδεινώνομαι, χειροτερεύω Φάρασ. Συνών. βαρυνίσκω, βαρώνω