αζτιέω
(ρ.)
αζτι-έω
[aztiˈeo]
Φάρασ.
Αόρ.
αζτί-εσα
[azˈtiesa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. azmak (αόρ. azdı) = αποθρασύνομαι.
Αποθρασύνομαι
:
Ατό οι Τούρτσ̑οι αζτι-έσαν;
(Αυτοί οι Τούρκοι αποθρασύνθηκαν εντελώς;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
Συνών.
σιμαρτίζω