ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αζντώ (ρ.) αζντώ [azˈdo] Μισθ. Αόρ. άσ̑α [ˈaʃa] Μισθ. Υποτ. εζίσω [eˈziso] Τροχ. Προστ. Εν. άζντα [ˈazda] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. ezmek, όπου και διαλεκτ. τύπ. äzmäk, ezmak = α) συνθλίβω, λιώνω, κοπανίζω β) καταπιέζω.
1. Μτβ., λιώνω Μισθ. Συνών. εριττώ
2. Αλωνίζω (με τη δοκάνα πιέζοντας τα άχυρα) Τροχ. : Κλώισ̑καν το τοκάν’, όσο να τα εζίσ̑’, να βγει το γέλ'μα ’σ’ τα τίτα, τα άχυρα (Κινούσαν κυκλικά τη δοκάνα, μέχρι να τα αλωνίσει, να βγει ο καρπός απ' τα τέτοια, τα άχυρα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 Συνών. αλωνίζω, αλώνω, κιασλαντίζω, τουκανίζω
Τροποποιήθηκε: 18/08/2025