αζίζης
(ουσ. αρσ.)
αζίζης
[aˈzizis]
Σίλ.
Από το τουρκ. (< αραβ.) ουσ. aziz = α) αγαπημένος β) άγιος γ) πολύτιμος δ) ένδοξος.
Άγιος
:
Αυτός αζίζης ποίκι πολλά σάματα
(Αυτός ο άγιος έκανε πολλά θαύματα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Συνών.
άγιος