αζιλντίζω
(ρ.)
αζιλντίζου
[azilˈdizu]
Μισθ.
Αόρ.
αζίλτ'σα
[aˈziltsa]
Μισθ.
Προστ. Εν.
αζούλντα
[aˈzulda]
Μισθ.
Πληθ.
αζουλντίσετ'
[azulˈdiset]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. ezilmek = συνθλίβομαι, λιώνω (παθ. του ρ. ezmek = συνθλίβω).
Πβ.
αζντώ
Συνθλίβομαι, λιώνω
Πβ.
αριντίζω :2, εριντίζω :1, λύνω :4