ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αζιλντίζω (ρ.) αζιλντίζου [azilˈdizu] Μισθ. Αόρ. αζίλτ'σα [aˈziltsa] Μισθ. Προστ. Εν. αζούλντα [aˈzulda] Μισθ. Πληθ. αζουλντίσετ' [azulˈdiset] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. ezilmek = συνθλίβομαι, λιώνω (παθ. του ρ. ezmek = συνθλίβω). Πβ. αζντώ
Συνθλίβομαι, λιώνω Πβ. αριντίζω :2, εριντίζω :1, λύνω :4