αζντουρμά
(επίθ.)
αζντουρμά
[azdurˈma]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. azdırmak = α) ερεθίζω β) κακομαθαίνω γ) παρασύρω, το οπ. σχηματίζει ρημ. ουσ. azdırma = η ενέργεια του να κακομαθαίνω ή να ερεθίζω.
2. Σκληρός, πολύ δύσκολος
:
Τεμέαρ' χώρα ξέβη πολύ αζντουρμά
(Ο δικός μας τόπος αποδείχτηκε πολύ δύσκολος)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
γαΐμ, γάρτης :1, ζαλίμης :1, μαρσίχι :2