ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αζντουρμά (επίθ.) αζντουρμά [azdurˈma] Μισθ. Από το τουρκ. ρ. azdırmak = α) ερεθίζω β) κακομαθαίνω γ) παρασύρω, το οπ. σχηματίζει ρημ. ουσ. azdırma = η ενέργεια του να κακομαθαίνω ή να ερεθίζω.
2. Σκληρός, πολύ δύσκολος : Τεμέαρ' χώρα ξέβη πολύ αζντουρμά (Ο δικός μας τόπος αποδείχτηκε πολύ δύσκολος) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. γαΐμ, γάρτης :1, ζαλίμης :1, μαρσίχι :2