ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιρής (επίθ.) ντιρί [diʹri] Τελμ. τιρί [tiˈri] Φάρασ., Φλογ. τιρής [tiˈris] Φάρασ. Θηλ. τιρίσσα [tiˈrisa] Φάρασ. Από το τουρκ. επίθ. diri = ζωντανός, δυνατός, ζωηρός (< παλ. τουρκ. tirig).
Γερός, ζωντανός ό.π.τ. : Άμα ταφλαdίσ’ πισίκα ξέβην ντιρί, γίνεται γότζιλος (Άμα τον δρασκελίσει γάτα, ενν. τον νεκρό, μένει άλιωτος, γίνεται βρικόλακας) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Φρ. Σο μύλο μαίν’ και τιρί βγαίν’ (Στον μύλο μπαίνει και ακέραιος (ζωντανός) βγαίνει˙ για τους ικανούς και πολυμήχανους ανθρώπους) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. αζντουρμά, αλγούνης, αφατσάν, αφσάρικος, αψύς