ντιρής
(επίθ.)
ντιρί
[diʹri]
Τελμ.
τιρί
[tiˈri]
Φάρασ., Φλογ.
τιρής
[tiˈris]
Φάρασ.
Θηλ.
τιρίσσα
[tiˈrisa]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίθ. diri = ζωντανός, δυνατός, ζωηρός (< παλ. τουρκ. tirig).
Γερός, ζωντανός
ό.π.τ.
:
Άμα ταφλαdίσ’ πισίκα ξέβην ντιρί, γίνεται γότζιλος
(Άμα τον δρασκελίσει γάτα, ενν. τον νεκρό, μένει άλιωτος, γίνεται βρικόλακας)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Σο μύλο μαίν’ και τιρί βγαίν’
(Στον μύλο μπαίνει και ακέραιος (ζωντανός) βγαίνει˙ για τους ικανούς και πολυμήχανους ανθρώπους)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
αζντουρμά, αλγούνης, αφατσάν, αφσάρικος, αψύς