ντιρεκώνω
(ρ.)
ντιουρακώνου
[dʝuraʹkonu]
Μισθ.
Μτχ.
ντιουρακουμένου
[dʝurakuʹmenu]
Μισθ.
Από το ουσ. ντιρέκι, όπου και τύπ. ντιουριάτσ’, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Στήνω κάτι όρθιο
:
Ντιουράκου ντου γκοβντά σ’
(Στήσε όρθιο το κορμί σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.