ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντιρεκώνω (ρ.) ντιουρακώνου [dʝuraʹkonu] Μισθ. Μτχ. ντιουρακουμένου [dʝurakuʹmenu] Μισθ. Από το ουσ. ντιρέκι, όπου και τύπ. ντιουριάτσ’, και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω.
Στήνω κάτι όρθιο : Ντιουράκου ντου γκοβντά σ’ (Στήσε όρθιο το κορμί σου) Μισθ. -Κοτσαν.