ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντινγκίλ (ουσ. ουδ.) ντινgίλ [diŋˈɟil] Ανακ., Μισθ. ντιgίλ’ [diˈɟil] Αξ., Τροχ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. diñgil= α) μικρό καλάθι β) χρυσοποίκιλτο φέσι.
1. Δερμάτινη λωρίδα πρόσδεσης ζώου, στολισμένη με χάντρες Μισθ.
2. Μεγάλο κοφίνι για το μάζεμα καρπών Ανακ.
3. Άξονας του αραμπά Αξ., Τροχ. : Μπαίνισ̑καμ’ ’ς το βάλτο· γούπες απι’ώ απεκεί, χάλαγαν τα ντιgίλια (Μπαίναμε στην περιοχή του βάλτου (με τις άμαξες)· λακκούβες αποδώ κι αποκεί, χάλαγαν οι άξονες) Αξ. -ΙΛΝΕ 1556 Συνών. αμαξόνα, τροχιλιά :2, Πβ. μαζί :1
Τροποποιήθηκε: 05/06/2025