ντινγκίλ
(ουσ. ουδ.)
ντινgίλ
[diŋˈɟil]
Ανακ., Μισθ.
ντιgίλ’
[diˈɟil]
Αξ., Τροχ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. diñgil= α) μικρό καλάθι β) χρυσοποίκιλτο φέσι.
1. Δερμάτινη λωρίδα πρόσδεσης ζώου, στολισμένη με χάντρες
Μισθ.
2. Μεγάλο κοφίνι για το μάζεμα καρπών
Ανακ.
3. Ο άξονας του αραμπά
Αξ., Τροχ.