ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ντινγκίλ (ουσ. ουδ.) ντινgίλ [diŋˈɟil] Ανακ., Μισθ. ντιgίλ’ [diˈɟil] Αξ., Τροχ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. diñgil= α) μικρό καλάθι β) χρυσοποίκιλτο φέσι.
1. Δερμάτινη λωρίδα πρόσδεσης ζώου, στολισμένη με χάντρες Μισθ.
2. Μεγάλο κοφίνι για το μάζεμα καρπών Ανακ.
3. Ο άξονας του αραμπά Αξ., Τροχ.