ντιγκίλι
(ουσ.)
ντινgίλ'
[diŋˈɟil]
Ανακ., Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. diñgil = α) μικρό καλάθι β) χρυσοποίκιλτο φέσι (THADS, λ. diñgil VII και dingil VI).
1. Δερμάτινη λωρίδα πρόσδεσης ζώου, στολισμένη με χάντρες
Μισθ.
2. Μεγάλο κοφίνι για το μάζεμα καρπών
Ανακ.