μαζί
(ουσ. ουδ.)
μαζί
[maˈzi]
Αφσάρ., Τροχ., Φάρασ.
μαζι̂́
[maˈzɯ]
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
μαζού
[maˈzu]
Αξ., Μισθ.
Αρσ.
μαζής
[maˈzis]
Φάρασ.
Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mazı, όπου και τύπ. mazu = α) άξονας αμαξιού (ΤΤΑS) β) πέτρινη ή γυάλινη μπίλια (Tietze 2018: λ. mazı).
1. Άξονας που συνδέει τους τροχούς αμαξιού
ό.π.τ.
:
'τουν παίνιξαμ' σου κόμμα τσακώχην ντου μαζού απ΄ ντ' αραμπά
(Όταν πηγαίναμε στο χωράφι τσακίστηκε ο άξονας του κάρου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Τσι δου μαζού ξυλιώνας 'τουν, ντου μαζού άν 'ιν ντου γιαγλάϊζει τσιρλάϊζι
(Και ο άξονας ξύλινος ήταν, τον άξονα αν δεν τον άλειφες έτριζε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Γιαγλάϊζαν μι γουρουνιού ου βούτρους, κλώισκιν ούλου ντάμα ντου μαζού
(Τον άλειφαν με χοιρινό λίπος, γύριζε όλος μαζί ο άξονας)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
αμαξόνα, τροχιλιά :2
2. Κυκλική πλάκα που χρησιμοποιούσαν σε παιχνίδι και με την οποία οι παίκτες σημάδευαν μιά πέτρινη σφαίρα, ώστε να την εκτινάξουν όσο πιο μακριά μπορούν
Αξ., Τροχ.