ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαζί (ουσ. ουδ.) μαζί [maˈzi] Αφσάρ., Τροχ., Φάρασ. μαζι̂́ [maˈzɯ] Μαλακ., Μισθ., Φλογ. μαζού [maˈzu] Αξ., Μισθ. Αρσ. μαζής [maˈzis] Φάρασ. Aπό το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mazı, όπου και τύπ. mazu = α) άξονας αμαξιού (ΤΤΑS) β) πέτρινη ή γυάλινη μπίλια (Tietze 2018: λ. mazı).
1. Άξονας που συνδέει τους τροχούς αμαξιού ό.π.τ. : 'τουν παίνιξαμ' σου κόμμα τσακώχην ντου μαζού απ΄ ντ' αραμπά (Όταν πηγαίναμε στο χωράφι τσακίστηκε ο άξονας του κάρου) Μισθ. -Κοτσαν. Τσι δου μαζού ξυλιώνας 'τουν, ντου μαζού άν 'ιν ντου γιαγλάϊζει τσιρλάϊζι (Και ο άξονας ξύλινος ήταν, τον άξονα αν δεν τον άλειφες έτριζε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Γιαγλάϊζαν μι γουρουνιού ου βούτρους, κλώισκιν ούλου ντάμα ντου μαζού (Τον άλειφαν με χοιρινό λίπος, γύριζε όλος μαζί ο άξονας) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. αμαξόνα, τροχιλιά :2
2. Κυκλική πλάκα που χρησιμοποιούσαν σε παιχνίδι και με την οποία οι παίκτες σημάδευαν μιά πέτρινη σφαίρα, ώστε να την εκτινάξουν όσο πιο μακριά μπορούν Αξ., Τροχ.