μαθεσία
(ουσ. θηλ.)
μαθεσία
[maθeˈsia]
Φάρασ.
Από το πρώιμ. μεσν. ουσ. μαθησία = α) γνώση β) εκπαίδευση.
1. Γνώση, μάθηση
:
Μο τη μαθεσία τζ̑αι την παλληκαρία σου, μο τα 'δρά τα έργατα, 'ενόσουν σο Βαρασ̑ό μας 'λλ' έν' καυτζ̑ησία
(Με την γνώση σου και την παλληκαριά σου, με τα μεγάλα τα έργα σου, ήσουν άλλο ένα καύχημα για τα Φάρασά μας)
Φάρασ.
-Θεοδ.Ιστ.
2. Μάθημα, σπουδές
Συνών.
μάθημα