ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάθημα (ουσ. ουδ.) μάθημα [ˈmaθima] Σατ. μάθεμα [ˈmaθema] Σινασσ., Φάρασ. μάχεμα [ˈmacema] Αξ. μάχημα [ˈmacima] Μισθ. μάτημα [ˈmatima] Γούρδ. μάσημα [ˈmasima] Σίλ. Πληθ. μαχήμαδα [maˈcimaða] Μισθ. Αρχ. ουσ. μάθημα.
Μάθημα ό.π.τ. : Ο δάσκαλους φταίgιν μάθημα σον οdά ΄νός σπιτού (Ο δάσκαλος έκανε το μάθημα στο δωμάτιο ενός σπιτιού) Σατ. -Παπαδ. Ψάλε εσύ το μάχεμα σ’ ασ' φυλλάγια σ’ (Διάβασε το μάθημα σου από το βιβλίο σου) Αξ. -Μαυροχ. Βαήνω τ' όργο μ' και έρχουμαι κονdά σ' να σε δείξω το μάτημά σ' (Αφήνω την δουλειά μου και έρχομαι κοντά σου να σου δείξω το μάθημά σου) Γούρδ. -Καράμπ. Τ' αοπουρμό μάσημα ζουλμονώ τα (Το αυριανό μάθημα θα το ξεχάσω) Σίλ. -Κωστ.Σ. || Φρ. ’πόμιν οπίσ’ σα μαχήμαδα (έμεινε πίσω στα μαθήματα˙ υστερεί στα μαθήματα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. μαθεσία