μάθημα
(ουσ. ουδ.)
μάθημα
[ˈmaθima]
Σατ.
μάθεμα
[ˈmaθema]
Σινασσ., Φάρασ.
μάχεμα
[ˈmacema]
Αξ.
μάχημα
[ˈmacima]
Μισθ.
μάτημα
[ˈmatima]
Γούρδ.
μάσημα
[ˈmasima]
Σίλ.
Πληθ.
μαχήμαδα
[maˈcimaða]
Μισθ.
Αρχ. ουσ. μάθημα.
Μάθημα
ό.π.τ.
:
Ο δάσκαλους φταίgιν μάθημα σον οdά ΄νός σπιτού
(Ο δάσκαλος έκανε το μάθημα στο δωμάτιο ενός σπιτιού)
Σατ.
-Παπαδ.
Ψάλε εσύ το μάχεμα σ’ ασ' φυλλάγια σ’
(Διάβασε το μάθημα σου από το βιβλίο σου)
Αξ.
-Μαυροχ.
Βαήνω τ' όργο μ' και έρχουμαι κονdά σ' να σε δείξω το μάτημά σ'
(Αφήνω την δουλειά μου και έρχομαι κοντά σου να σου δείξω το μάθημά σου)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Τ' αοπουρμό μάσημα ζουλμονώ τα
(Το αυριανό μάθημα θα το ξεχάσω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Φρ.
’πόμιν οπίσ’ σα μαχήμαδα
(έμεινε πίσω στα μαθήματα˙ υστερεί στα μαθήματα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
μαθεσία