μαζπατάς
(ουσ. αρσ.)
μαζπατάς
[mazpaˈtas]
Σινασσ.
μαζματάς
[mazmaˈtas]
Σινασσ.
Από το παλ. τουρκ. ουσ. mazbata = εγγραφή, πρωτόκολλο, όπου και διαλεκτ. τύπ. mazmanta.
Απόδειξη, πρακτικό διορισμού
ό.π.τ.
Τροποποιήθηκε: 20/06/2025