μαδώ
(ρ.)
μαδώ
[maˈðo]
Ανακ., Φάρασ.
μαδίζω
[maˈðizo]
Ανακ., Σινασσ., Τζαλ.
μαδίζου
[maˈðizu]
Τσουχούρ., Φάρασ.
μαγίζω
[maˈʝizo]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
μαΐζω
[maˈizo]
Δίλ., Μισθ., Ουλαγ., Φερτάκ., Φλογ.
μαΐζου
[maˈizu]
Μισθ., Ουλαγ., Τσαρικ.
μαρίζω
[maˈrizo]
Γούρδ.
Αόρ.
μάισα
[ˈmaisa]
Αξ., Φλογ.
μάγ'σα
[ˈmaɣsa]
Φλογ.
μάρ'σα
[ˈmarsa]
Γούρδ.
Παθ.
μαγίζουμαι
[maˈʝizume]
Αξ., Μισθ.
Μεταγν. ρ. μαδῶ = για μαλλιά, πέφτω. Ο τύπ. μαδίζω, με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω λόγω του κοινού αορ., ήδη μεσν., πβ. Καλλίμ. 1337 «γυναῖκαν καὶ νὰ δέρνεται, τὰς τρίχας νὰ μαδίζῃ».
1. Μαδώ
ό.π.τ.
:
Μάνα τ' ντα μαλλιά τ' ούλα μα'ίζ'
(Η μάνα του (ενν. του νεκρού) όλα τα μαλλιά της μαδάει)
Φερτάκ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Φσακνίκαν τα λαχτόρε τους, τα ήμισα μαδίσκαν, τα ήμισα σωρεύκαν ξύα, τα ήμισα αφτείνκαν τη νεστία, τα ήμισα φερείνκαν νερό, ψαίνκαν τα λαχτόρε
(Έσφαζαν τα κοκκόρια τους, άλλοι τα μαδούσαν, άλλοι μάζευαν ξύλα, άλλοι άναβαν τη φωτιά, άλλη έφερναν νερό, έψηναν τα κοκκόρια)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Κάτσες σον γκόφα μου, να μαδείς τα γένε μου
(Έκατσες στον κόρφο μου να μαδάς τα γένια μου˙ για όσους ανταποδίδουν το καλό με κακό)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Σαν το είδε η ξανθή κόρη, μαδάγει τα μαλλιά της
(Όταν το είδε η ξανθή κοπέλα, αρχίζει να μαδάει τα μαλλιά της)
Ανακ.
-Θέρ.Ακρ.
2. Για φυτά, ξερριζώνω
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Τζαλ., Τσουχούρ., Φάρασ.
:
To ρόβ' μαγίζεται
(Το ρόβι ξερριζώνεται)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τον Θεριστή θερίσκανι το κοτσ̑ί, το κ'θάρι, μαδίσκανι το ρόβι, το ριβίδι, το φακούδι, φταίνκαν τα τεμάτα
(Τον Ιούνιο θέριζαν το σιτάρι, το κριθάρι, ξερρίζωναν το ρόβι, το ρεβίδι, το φασόλι, τα έκαναν δεμάτια)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Μαΐζου ντα χορτάρια απ΄ ντου μπαχτσ̑ά
(Ξερριζώνω τα χορτάρια από τον κήπο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Του βαρτουβαριού μάδιζαν τα ρόβια
(Την εποχή του κλήδονα θέριζαν το ρόβι)
Τζαλ.
-ΚΜΣ-ΚΠ340
Σήκω, ε ορτάχε, να μαδίσουμ' το κ'θάρι
(Σήκω, βρε κολλήγα, να θερίσουμε το κριθάρι)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γοπαρντίζω, σοκτώ :2, τραβώ
β.
Και απολύτως, διενεργώ ξερρίζωμα μικρών σπαρτών στο χωράφι εν είδει θερισμού
Αξ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
:
Στον τεμίσι τζ̑ο μπόρκ'καν να μαδίσουν
(Στη ζέστη δεν μπορούσαν να θερίσουν
)
Τσουχούρ.
-Dawk.
Εργάτ' μας εχτέζ μάισαν
(Οι εργάτες μας εχτές θέρισαν
)
Αξ.
-Μαυροχ.
Χατσ̑ά πήγαμε, μάγ'σαμε, κούλτωσαμε κι εκείνο
(Έτσι πήγαμε, θερίσαμε, το τελειώσαμε κι αυτό
)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811