ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγκίρ (ουσ. ουδ.) μανgι̂́ρ [manˈɟɯr] Αξ. Πληθ. μανqι̂́ρια [manˈqɯrʝa] Φλογ. Από το τουρκ. mangır = παλαιότερο χάλκινο κέρμα αξίας δυόμισι ή πέντε παράδων. Πβ. ποντ. μαγκούριν.
1. Μικρό χάλκινο κέρμα χαμηλής αξίας Φλογ.
2. Είδος παιχνιδιού κατά το οποίο κάθε παίκτης πετούσε ένα κέρμα αξίας ενός ή πέντε παράδων σε μιά υπερυψωμένη πέτρα Αξ.
3. Στον πληθ., αντικείμενα ευτελούς αξίας Φλογ. : Τα μανqι̂́ρια αν κι τα είδες 'τον μη να πουϊτίσ̇νε ήτονε για τα φσ̑άγα (Αν δεν είχες ασχοληθεί με τα ψιλοπράγματα, δεν θα είχαν βέβαια κρυώσει τα παιδιά) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361