ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαγκάλι (ουσ. ουδ.) μανgάλι [maŋˈgali] Σίλ., Τελμ. μανκάλι [maŋˈkali] Φάρασ. μανγάλι [maŋˈɣali] Αφσάρ. μανgάλ' [maŋgal] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ. Νεότ. ουσ. μαγκάλι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. mangal.
Μαγκάλι ό.π.τ. : Αματσί δεν άναψες λίγο μανgάλι; (Γιατί δεν άναψες λίγο το μαγκάλι;) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το μανgάλ’ γιομωμένο νιστιά ’ναι (Το μαγκάλι είναι γεμάτο φωτιά) Γούρδ. -Καράμπ. Το μανgάλ' χωνεύτεν (Το μαγκάλι έσβησε) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Ντου χειμό γήφτιξαν ντα μανgάλια να ζέσουμ' (Το χειμώνα άναβαν τα μαγκάλια να ζεσταθούμε) Μισθ. -Κοτσαν.