μαγκάλι
(ουσ. ουδ.)
μανgάλι
[maŋˈgali]
Σίλ., Τελμ.
μανκάλι
[maŋˈkali]
Φάρασ.
μανγάλι
[maŋˈɣali]
Αφσάρ.
μανgάλ'
[maŋgal]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σινασσ., Τζαλ., Φλογ.
Νεότ. ουσ. μαγκάλι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. mangal.
Μαγκάλι
ό.π.τ.
:
Αματσί δεν άναψες λίγο μανgάλι;
(Γιατί δεν άναψες λίγο το μαγκάλι;)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το μανgάλ’ γιομωμένο νιστιά ’ναι
(Το μαγκάλι είναι γεμάτο φωτιά)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Το μανgάλ' χωνεύτεν
(Το μαγκάλι έσβησε)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Ντου χειμό γήφτιξαν ντα μανgάλια να ζέσουμ'
(Το χειμώνα άναβαν τα μαγκάλια να ζεσταθούμε)
Μισθ.
-Κοτσαν.