μάδισμα
(ουσ. ουδ.)
μάρισμα
[ˈmarizma]
Αραβαν., Γούρδ.
μάγισμα
[ˈmaʝizma]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
μάισμα
[ˈmaizma]
Μισθ., Φλογ.
μάδημα
[ˈmaðima]
Φάρασ.
μάημα
[ˈmaima]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. μάδισμα (με την σημ. 2), το οπ. από το ρ. μαδώ, όπου και τύπ. μαδίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Μάδημα
ό.π.τ.
2. Ξερρίζωμα, είδος θερισμού
Αξ., Μισθ., Φλογ.
:
Χορταριού ντο μάισμα
(Το ξερρίζωμα του χορταριού)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
βγάλμα :1, μάδος, σόκτημα