ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μάδισμα (ουσ. ουδ.) μάρισμα [ˈmarizma] Αραβαν., Γούρδ. μάγισμα [ˈmaʝizma] Αξ., Μαλακ., Φλογ. μάισμα [ˈmaizma] Μισθ., Φλογ. μάδημα [ˈmaðima] Φάρασ. μάημα [ˈmaima] Μισθ. Μεσν. ουσ. μάδισμα (με την σημ. 2), το οπ. από το ρ. μαδώ, όπου και τύπ. μαδίζω, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Μάδημα ό.π.τ.
2. Ξερρίζωμα, είδος θερισμού Αξ., Μισθ., Φλογ. : Χορταριού ντο μάισμα (Το ξερρίζωμα του χορταριού) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. βγάλμα :1, μάδος, σόκτημα