μαζρά
(ουσ. ουδ.)
μαζρά
[mazˈra]
Μισθ.
Πληθ.
μαζράια
[mazˈraia]
Μισθ.
μαστράδια
[maˈstraðʝa]
Τροχ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. masura, όπου και τύπ. masra = μασούρι.
Μασούρι, καλάμι όπου τυλίγεται νήμα για ύφανση
ό.π.τ.
:
Έλα Βασιλική να σαρντίσεις τα μαστράδια
(Έλα Βασιλική να τυλίξεις τα μασούρια)
Τροχ.
-Νίγδελ.Τροχ.