ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαζρά (ουσ. ουδ.) μαζρά [mazˈra] Μισθ. Πληθ. μαζράια [mazˈraia] Μισθ. μαστράδια [maˈstraðʝa] Τροχ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. masura, όπου και τύπ. masra = μασούρι.
Μασούρι, καλάμι όπου τυλίγεται νήμα για ύφανση ό.π.τ. : Έλα Βασιλική να σαρντίσεις τα μαστράδια (Έλα Βασιλική να τυλίξεις τα μασούρια) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ.