μαθαίνω
(ρ.)
μαθαίνω
[maˈθeno]
Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
μαχαίνω
[maˈçeno]
Αξ., Σεμέντρ.
μαχαίνου
[maˈçenu]
Μισθ.
μααίνω
[maˈeno]
Μισθ., Ουλαγ.
μάνου
[ˈmanu]
Σίλ.
μαγίνω
[maˈʝino]
Ουλαγ.
μαθαινίσκω
[maθeˈnisko]
Φάρασ., Φερτάκ.
μαραινίσ̑κω
[mareˈniʃko]
Αραβαν.
μαχαινίσκω
[maçeˈnisko]
Γούρδ.
μαχαινίσκου
[maçeˈnisku]
Μισθ.
μασαινίσκου
[maseˈnisku]
Σίλ.
Παρατατ.
μαθαίνκα
[maˈθenka]
Φάρασ.
μαχαίνιξα
[maˈçeniksa]
Μισθ.
Αόρ.
έμαθα
[ˈemaθa]
Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ.
έματα
[ˈemata]
Φερτάκ.
έμασα
[ˈemasa]
Σίλ.
έμαχα
[ˈemaxa]
Αξ., Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σεμέντρ.
έμαα
[ˈemaa]
Μισθ.
έμαρα
[ˈemara]
Αραβαν.
Προστ.
μάε
[ˈmae]
Ουλαγ.
Παθ.
μαχαινιέμαι
[maçeˈɲeme]
Αξ.
Μτχ.
μαχημένου
[maçiˈmenu]
Μισθ.
Από το αρχ. ρ. μανθάνω. Ο τύπ. μαθαίνω νεότ., στον Βλάχ. Οι τύπ. σε -ίσκω με βάση το μη συνοπτ. θ. μαθαιν- και το επίθμ. -ίσκω.
1. Μαθαίνω, διδάσκομαι
Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ.
:
Παιρί μου μάνει γιαζού
(Το παιδί μου μαθαίνει γράμματα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Μαχαίνου να ψάλλου
(Μαθαίνω να διαβάζω)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ντε λαχτά, λέ', είν' μαχημένου, ανεβάτ'
(Δεν κλωτσάει λέει (ενν. το άλογο) είναι μαθημένο, ανεβείτε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Παίνιξαν τ' α̈μα̈́αρ' σκόλεια τσ' ετσιού τσι μαχαίνιξαν γράμματα
(Πήγαιναν οι δικοί μας στο σχολείο, κι εκεί μάθαιναν γράμματα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Λέου δου ογώ για να δου μάχ'νι Τούρτσ'
(Το λέω εγώ για να το μάθουν οι Τούρκοι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντα γιραχάμια ντε ντα έμαχι καλά
(Τα μαθηματικά δεν τα έμαθε καλά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Τούς μαθαίνκιτι τα γράμματα;
(Πώς μαθαίνατε τα γράμματα, δηλ. ανάγνωση;)
Φάρασ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Πασ̑ά μ' Παύλους μαθάν'
(Ο άρχοντάς μου ο Παύλος μαθαίνει˙ λέγεται για όσους δυσανασχετούν κάνοντας μιά δουλειά)
Μαλακ.
-Τζιούτζ.
|| Παροιμ.
Άρωπος το κλώρ' πολύ, μαραινίσ̑κ' πολλά
(Άνθρωπος που γυρίζει πολύ, μαθαίνει πολλά˙ τα ταξίδια διευρύνουν τον πνεύμα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αλιστίζω, γροικώ
2. Διδάσκω κάποιον
κ.α., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ.
:
Κάτσανε σο σκόλειο· έμαθανε να γκαdζ̑έψει τζ̑αι να ψάλει
(Τον έβαλαν στο σχολείο· τον έμαθαν να μιλάει και να γράφει)
Φάρασ.
-Dawk.
Έμασαν τσην κόρην τους σεβασμό και ούλες τσι ζουλειές
(Έμαθαν στην κόρη τους σεβασμό και όλες τις δουλειές)
Σίλ.
-Εκμεκ.
Θεός σ'χωρέσ' τη μάνα σ' που σ' έμαθε καλά χούγια
(Ο Θεός να συγχωρέσει τη μάνα σου που σου έμαθε καλές συνήθειες)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Φρ.
Μαχαίνου πίσια ντου φσ̑άχ'
(Μαθαίνω κακά το παιδί˙ κακομαθαίνω το παιδί)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
δείχνω
3. Γνωρίζω, αναγνωρίζω κάποιον
Αραβαν., Μισθ., Σεμέντρ., Φερτάκ., Φλογ.
:
Τράν’σε το βαβά τ’, έμαχέν ντo
(Κοίταξε τον πατέρα της, τον αναγνώρισε)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Ξύπνησεν σαράφης, και δεν έμαθεν το είνdαι τον dόπο
(Ξύπνησε ο σαράφης, και δεν αναγνώρισε τον τόπο όπου βρίσκεται)
Φλογ.
-Dawk.
«Εbέε, Ανέσ̑τη μ'!», λέει, «Δε μ' έμαχις;»
(«Αμάν Ανέστη μου!», λέει, «Δεν με αναγνώρισες;»)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ήρτι τσαού πένdι έξι χρονού, έμαχά του ζαάρ, πάππου σ' Κλήμη έμαά δου
(Ήρθε εδώ πέντε έξι χρονών, τον γνώρισα βέβαια, τον παππού σου τον Κλήμη τον γνώρισα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ετό τ’ άθρωπος αν το διεις μαθαίνεις το με;
(Αυτόν τον άνθρωπο αν τον δεις θα τον αναγνωρίσεις;)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
γνωρίζω, γροικώ, τανιντίζω :2
4. Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι κάτι
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
:
Βαβά τ'νε το να χαεί έμαχέν ντο
(Ο πατέρας τους κατάλαβε ότι θα πέθαινε σύντομα)
Ουλαγ.
-Dawk.
Τσειόνdι πέρνασαν ντα πράματα, ανgλάντσα, έμαχάν ντoυ, πήραν ντα βόια
(Καθώς περνούσαν τα ζώα το κατάλαβα, το αντιλήφθηκα, μας πήραν τα βόδια)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 755
Ετό τσ̑ίνα έμοιασε ντεμ bόρ'σα να το μάρω
(Αυτό σε ποιον έμοιασε δεν μπόρεσα να το καταλάβω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πισ̑τικός 'τον ντο έμαχε αργά 'χ̑τον
(Όταν το κατάλαβε ο βοσκός, ήταν αργά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
'παπού μας έμαχις; Μισ̑ώτης 'σι;
(Από πού μας κατάλαβες; Μιστιώτης είσαι;)
Μισθ.
-Μακρ.
|| Φρ.
Ό,τι λαλείς μάε το
(Ό,τι λες καταλάβαινέ το˙ πρόσεχε καλά τι λες)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
ανλαντίζω, γροικώ, επιρρίπτω
5. Μαθαίνω, πληροφορούμαι
ό.π.τ.
:
Όταν είδιε που έχ' ο αδελφό τ' παράδια, ήθελε να μάθ' πού τα ηύρε
(Όταν είδε ότι ο αδελφός του έχει λεφτά, ήθελε να μάθει πού τα βρήκε)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τό έμαθεν αδελφό τ', είbεν αδελφό τ'
(Όταν το πληροφορήθηκε ο αδελφός του, είπε ο αδελφός του)
Φλογ.
-Dawk.
Έφυγε, με ντο μάχ' ντεΐ
(Έφυγε για να μην το μάθει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Αν το μάρ' αφένdζ̑η μ’, ασ' τα χέρια τ’ ντε γουλτωνουμ' νε εγώ, νε εσ̑ύ
(Αν το μάθει ο πατέρας μου, από τα χέρια του δεν γλυτώνουμε ούτε εγώ ούτε εσύ)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ας το μαραινίσ̑κουν καλά τα φσ̑έγια
(Ας το μάθουν καλά τα παιδιά)
Αραβαν.
-Φωστ.
Ασ' τη μέρα που έμαθεν νά 'ρτεις, κλάψεμ κλάψε τύφλωσεν τα μάτια της
(Από τη μέρα που πληροφορήθηκε ότι θα έρθεις, από το κλάψε κλάψε τυφλώθηκαν τα μάτια της)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Φως στα μάτια σ', έμαθα που έρσ̑ετ' ο Γιωρίκας!
(Άντε με το καλό, έμαθα ότι έρχεται ο Γιωργάκης!)
Σινασσ.
-Λεύκωμα
Συνών.
χαμπαρλαντίζω :2