ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαθαίνω (ρ.) μαθαίνω [maˈθeno] Μαλακ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ. μαχαίνω [maˈçeno] Αξ., Σεμέντρ. μαχαίνου [maˈçenu] Μισθ. μααίνω [maˈeno] Μισθ., Ουλαγ. μάνου [ˈmanu] Σίλ. μαγίνω [maˈʝino] Ουλαγ. μαθαινίσκω [maθeˈnisko] Φάρασ., Φερτάκ. μαραινίσ̑κω [mareˈniʃko] Αραβαν. μαχαινίσκω [maçeˈnisko] Γούρδ. μαχαινίσκου [maçeˈnisku] Μισθ. μασαινίσκου [maseˈnisku] Σίλ. Παρατατ. μαθαίνκα [maˈθenka] Φάρασ. μαχαίνιξα [maˈçeniksa] Μισθ. Αόρ. έμαθα [ˈemaθa] Μαλακ., Ποτάμ., Σινασσ., Φλογ. έματα [ˈemata] Φερτάκ. έμασα [ˈemasa] Σίλ. έμαχα [ˈemaxa] Αξ., Γούρδ., Μισθ., Μπέηκ., Ουλαγ., Σεμέντρ. έμαα [ˈemaa] Μισθ. έμαρα [ˈemara] Αραβαν. Προστ. μάε [ˈmae] Ουλαγ. Παθ. μαχαινιέμαι [maçeˈɲeme] Αξ. Μτχ. μαχημένου [maçiˈmenu] Μισθ. Από το αρχ. ρ. μανθάνω. Ο τύπ. μαθαίνω νεότ., στον Βλάχ. Οι τύπ. σε -ίσκω με βάση το μη συνοπτ. θ. μαθαιν- και το επίθμ. -ίσκω.
1. Μαθαίνω, διδάσκομαι Αξ., Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ., Φερτάκ. : Παιρί μου μάνει γιαζού (Το παιδί μου μαθαίνει γράμματα) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μαχαίνου να ψάλλου (Μαθαίνω να διαβάζω) Μισθ. -Κοτσαν. Ντε λαχτά, λέ', είν' μαχημένου, ανεβάτ' (Δεν κλωτσάει λέει (ενν. το άλογο) είναι μαθημένο, ανεβείτε) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Παίνιξαν τ' α̈μα̈́αρ' σκόλεια τσ' ετσιού τσι μαχαίνιξαν γράμματα (Πήγαιναν οι δικοί μας στο σχολείο, κι εκεί μάθαιναν γράμματα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Λέου δου ογώ για να δου μάχ'νι Τούρτσ' (Το λέω εγώ για να το μάθουν οι Τούρκοι) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντα γιραχάμια ντε ντα έμαχι καλά (Τα μαθηματικά δεν τα έμαθε καλά) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Τούς μαθαίνκιτι τα γράμματα; (Πώς μαθαίνατε τα γράμματα, δηλ. ανάγνωση;) Φάρασ. -Παπαδ. || Φρ. Πασ̑ά μ' Παύλους μαθάν' (Ο άρχοντάς μου ο Παύλος μαθαίνει˙ λέγεται για όσους δυσανασχετούν κάνοντας μιά δουλειά) Μαλακ. -Τζιούτζ. || Παροιμ. Άρωπος το κλώρ' πολύ, μαραινίσ̑κ' πολλά (Άνθρωπος που γυρίζει πολύ, μαθαίνει πολλά˙ τα ταξίδια διευρύνουν τον πνεύμα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αλιστίζω, γροικώ
2. Διδάσκω κάποιον κ.α., Σίλ., Σινασσ., Φάρασ. : Κάτσανε σο σκόλειο· έμαθανε να γκαdζ̑έψει τζ̑αι να ψάλει (Τον έβαλαν στο σχολείο· τον έμαθαν να μιλάει και να γράφει) Φάρασ. -Dawk. Έμασαν τσην κόρην τους σεβασμό και ούλες τσι ζουλειές (Έμαθαν στην κόρη τους σεβασμό και όλες τις δουλειές) Σίλ. -Εκμεκ. Θεός σ'χωρέσ' τη μάνα σ' που σ' έμαθε καλά χούγια (Ο Θεός να συγχωρέσει τη μάνα σου που σου έμαθε καλές συνήθειες) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Φρ. Μαχαίνου πίσια ντου φσ̑άχ' (Μαθαίνω κακά το παιδί˙ κακομαθαίνω το παιδί) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. δείχνω
3. Γνωρίζω, αναγνωρίζω κάποιον Αραβαν., Μισθ., Σεμέντρ., Φερτάκ., Φλογ. : Τράν’σε το βαβά τ’, έμαχέν ντo (Κοίταξε τον πατέρα της, τον αναγνώρισε) Σεμέντρ. -ΚΜΣ-ΚΠ283 Ξύπνησεν σαράφης, και δεν έμαθεν το είνdαι τον dόπο (Ξύπνησε ο σαράφης, και δεν αναγνώρισε τον τόπο όπου βρίσκεται) Φλογ. -Dawk. «Εbέε, Ανέσ̑τη μ'!», λέει, «Δε μ' έμαχις;» («Αμάν Ανέστη μου!», λέει, «Δεν με αναγνώρισες;») Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ήρτι τσαού πένdι έξι χρονού, έμαχά του ζαάρ, πάππου σ' Κλήμη έμαά δου (Ήρθε εδώ πέντε έξι χρονών, τον γνώρισα βέβαια, τον παππού σου τον Κλήμη τον γνώρισα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ετό τ’ άθρωπος αν το διεις μαθαίνεις το με; (Αυτόν τον άνθρωπο αν τον δεις θα τον αναγνωρίσεις;) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. γνωρίζω, γροικώ, τανιντίζω :2
4. Καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι κάτι Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ. : Βαβά τ'νε το να χαεί έμαχέν ντο (Ο πατέρας τους κατάλαβε ότι θα πέθαινε σύντομα) Ουλαγ. -Dawk. Τσειόνdι πέρνασαν ντα πράματα, ανgλάντσα, έμαχάν ντoυ, πήραν ντα βόια (Καθώς περνούσαν τα ζώα το κατάλαβα, το αντιλήφθηκα, μας πήραν τα βόδια) Μισθ. -ΙΛΝΕ 755 Ετό τσ̑ίνα έμοιασε ντεμ bόρ'σα να το μάρω (Αυτό σε ποιον έμοιασε δεν μπόρεσα να το καταλάβω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πισ̑τικός 'τον ντο έμαχε αργά 'χ̑τον (Όταν το κατάλαβε ο βοσκός, ήταν αργά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. 'παπού μας έμαχις; Μισ̑ώτης 'σι; (Από πού μας κατάλαβες; Μιστιώτης είσαι;) Μισθ. -Μακρ. || Φρ. Ό,τι λαλείς μάε το (Ό,τι λες καταλάβαινέ το˙ πρόσεχε καλά τι λες) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. ανλαντίζω, γροικώ, επιρρίπτω
5. Μαθαίνω, πληροφορούμαι ό.π.τ. : Όταν είδιε που έχ' ο αδελφό τ' παράδια, ήθελε να μάθ' πού τα ηύρε (Όταν είδε ότι ο αδελφός του έχει λεφτά, ήθελε να μάθει πού τα βρήκε) Σινασσ. -Αρχέλ. Τό έμαθεν αδελφό τ', είbεν αδελφό τ' (Όταν το πληροφορήθηκε ο αδελφός του, είπε ο αδελφός του) Φλογ. -Dawk. Έφυγε, με ντο μάχ' ντεΐ (Έφυγε για να μην το μάθει) Ουλαγ. -Κεσ. Αν το μάρ' αφένdζ̑η μ’, ασ' τα χέρια τ’ ντε γουλτωνουμ' νε εγώ, νε εσ̑ύ (Αν το μάθει ο πατέρας μου, από τα χέρια του δεν γλυτώνουμε ούτε εγώ ούτε εσύ) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ας το μαραινίσ̑κουν καλά τα φσ̑έγια (Ας το μάθουν καλά τα παιδιά) Αραβαν. -Φωστ. Ασ' τη μέρα που έμαθεν νά 'ρτεις, κλάψεμ κλάψε τύφλωσεν τα μάτια της (Από τη μέρα που πληροφορήθηκε ότι θα έρθεις, από το κλάψε κλάψε τυφλώθηκαν τα μάτια της) Σινασσ. -Τακαδόπ. Φως στα μάτια σ', έμαθα που έρσ̑ετ' ο Γιωρίκας! (Άντε με το καλό, έμαθα ότι έρχεται ο Γιωργάκης!) Σινασσ. -Λεύκωμα Συνών. χαμπαρλαντίζω :2