ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γνωρίζω (ρ.) γνωρίζω [ɣnoˈrizo] Ανακ. γρωνίζω [ɣroˈnizo] Ανακ., Σινασσ. 'νωρίζω [noˈrizo] Φάρασ. Αόρ. γνώρτσα [ɣnortsa] Φάρασ. 'νώρτσα [ˈnortsa] Φάρασ. ανώρτσα [aˈnortsa] Φάρασ. Υποτ. γνωρίσω [ɣnoˈriso] Φάρασ. Παθ. γρωνιόμαι [ɣroˈɲome] Ανακ. Αόρ. γνωρίστα [ɣnoˈrista] Ανακ., Μισθ. Από το αρχ. γνωρίζω. Ο τύπ. γρωνίζω ήδη μεσν., από το γνωρίζω με αντιμετάθ.
1. Αναγνωρίζω, διακρίνω ό.π.τ. : 'νώρτσεν ντα, του ήτουνε το κ͑ıλίdζ̑ι του βασιλό (Το αναγνώρισε, ότι ήταν το σπαθί του βασιλιά) Φάρασ. -Dawk. 'στέρου ανώρτσεν ντα το σεδεμένο τ'ς· αdζ̑είνος αdζ̑είνηνα τζ̑ο 'νώρτσενε (Ύστερα αναγνώρισε τον σύζυγό της· εκείνος δεν αναγνώρισε εκείνη) Φάρασ. -Dawk. Γρών'σες με τέκνο μ'; (Με αναγνώρισες, παιδί μου;) Σινασσ. -Τακαδόπ. 'νεκρώστα κα, τσ̑αι γνώρτσα την 'αλία του (Ακροάστηκα καλά, και αναγνώρισα την φωνή του) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. γροικώ, μαθαίνω :3, τανιντίζω :2
2. Γνωρίζω, εξοικειώνομαι με κάποιον ή κάτι ό.π.τ. : Γνωρίσταν τόσο καλά, μέχρι ερόδαν τσ̑αού· πάρα πολλές φορές ήρταν (Γνωρίστηκαν τόσο καλά (με τους ντόπιους), μέχρι που έρχονταν εδώ·πάρα πολλές φορές ήρθαν) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ε, ούτσα γνωρίσταμ' (Ε, έτσι γνωριστήκαμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. κατέχω :1