γνωρίζω
(ρ.)
γνωρίζω
[ɣnoˈrizo]
Ανακ.
γρωνίζω
[ɣroˈnizo]
Ανακ., Σινασσ.
'νωρίζω
[noˈrizo]
Φάρασ.
Αόρ.
γνώρτσα
[ɣnortsa]
Φάρασ.
'νώρτσα
[ˈnortsa]
Φάρασ.
ανώρτσα
[aˈnortsa]
Φάρασ.
Υποτ.
γνωρίσω
[ɣnoˈriso]
Φάρασ.
Παθ.
γρωνιόμαι
[ɣroˈɲome]
Ανακ.
Αόρ.
γνωρίστα
[ɣnoˈrista]
Ανακ., Μισθ.
Από το αρχ. γνωρίζω. Ο τύπ. γρωνίζω ήδη μεσν., από το γνωρίζω με αντιμετάθ.
1. Αναγνωρίζω, διακρίνω
ό.π.τ.
:
'νώρτσεν ντα, του ήτουνε το κ͑ıλίdζ̑ι του βασιλό
(Το αναγνώρισε, ότι ήταν το σπαθί του βασιλιά)
Φάρασ.
-Dawk.
'στέρου ανώρτσεν ντα το σεδεμένο τ'ς· αdζ̑είνος αdζ̑είνηνα τζ̑ο 'νώρτσενε
(Ύστερα αναγνώρισε τον σύζυγό της· εκείνος δεν αναγνώρισε εκείνη)
Φάρασ.
-Dawk.
Γρών'σες με τέκνο μ';
(Με αναγνώρισες, παιδί μου;)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
'νεκρώστα κα, τσ̑αι γνώρτσα την 'αλία του
(Ακροάστηκα καλά, και αναγνώρισα την φωνή του)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γροικώ, μαθαίνω :3, τανιντίζω :2
2. Γνωρίζω, εξοικειώνομαι με κάποιον ή κάτι
ό.π.τ.
:
Γνωρίσταν τόσο καλά, μέχρι ερόδαν τσ̑αού· πάρα πολλές φορές ήρταν
(Γνωρίστηκαν τόσο καλά (με τους ντόπιους), μέχρι που έρχονταν εδώ·πάρα πολλές φορές ήρθαν)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ε, ούτσα γνωρίσταμ'
(Ε, έτσι γνωριστήκαμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
κατέχω :1