γολαϊλατίζω
(ρ.)
γολαϊλατίζω
[ɣolailaˈtizo]
Φάρασ.
γαλαϊλατώ
[ɣalailaˈto]
Σινασσ.
Από τον αορ. kolayladı του τουρκ. ρ. kolaylamak = διευκολύνω και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Ο τύπ. γαλαϊλατώ με υποχωρητ. αφομ. [o-a] > [a-a].
Πβ.
κολάι
Διευκολύνω
ό.π.τ.