γομώνω
(ρ.)
γομώνω
[ɣoˈmono]
Αραβαν.
Από το μεταγν. ρ. γομόω.
Μτβ., γεμίζω κάτι που είναι άδειο ή ελλιπές
ό.π.τ.
:
Γόμωσε το μέρος ένα σ̑ύννεφο
(Γέμισε το μέρος με ένα σύννεφο)
Αραβ.
-Φωστ.-Κεσ.
Ζομπόλ’σα να γομώσω το μανdήλι μ’ ένα-ερυό μεϊβάρια
(Ξέχασα να γεμίσω το μαντήλι μου με ένα-δυό φρούτα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γεμώνω :1, γομιάζω, Αντίθ
ευκαιρώνω :1
Τροποποιήθηκε: 18/06/2025