γομιάζω
(ρ.)
γομιάζου
[ɣoˈmɲazu]
Σίλ.
Από το μεσν. ουσ. γόμος = γέμιση, γέμισμα (αρχ. σημ. ‘φορτίο πλοίου’, μεταγν. σημ. ‘φορτίο ζώου’) και το παραγωγ. επίθμ. -ιάζω.