γολτουκλαντίζω
(ρ.)
γολτ͑ουχλατίζω
[ɣoltʰuˈxlatizo]
Φάρασ.
Από τον αορ. koltukladı του τουρκ. ρ. koltuklamak = α) βάζω κάτι κάτω από τις μασχάλες β) υποβαστάζω γ) κολακεύω.
Πιάνω αγκαζέ
Πβ.
μασκαλιάζω, κολτούκι