ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

γοβτσής (ουσ. αρσ.) γοβτσής [ɣovˈtsis] Μισθ., Σινασσ. Θηλ. γοβτσίσα [ɣovˈtsisa] Σινασσ. Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. kovcu = α) κουτσομπόλης β) παλαιότ. συκοφάντης γ) καταδότης. Ο τύπ. θηλ. γοβτσίσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. .
Κουτσομπόλης ό.π.τ. : 'ς ατά με λες 'να σ̑έι· τσ̑είδι γοβτσής (Σ' αυτόν μη λες τίποτα· είναι κουτσομπόλης) Μισθ. -Κοτσαν.