γοβτσής
(ουσ. αρσ.)
γοβτσής
[ɣovˈtsis]
Μισθ., Σινασσ.
Θηλ.
γοβτσίσα
[ɣovˈtsisa]
Σινασσ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. kovcu = α) κουτσομπόλης β) παλαιότ. συκοφάντης γ) καταδότης. Ο τύπ. θηλ. γοβτσίσα με την προσθήκη του θηλ. επιθμ. -α.
Κουτσομπόλης
ό.π.τ.
:
'ς ατά με λες 'να σ̑έι· τσ̑είδι γοβτσής
(Σ' αυτόν μη λες τίποτα· είναι κουτσομπόλης)
Μισθ.
-Κοτσαν.