γνες
(επίρρ.)
γνες
[ɣnes]
Φάρασ.
γνα̈ς
[ɣnæs ]
Φάρασ.
Από το τουρκ. επίρρ. yine = α) πάλι β) εν τούτοις, με αναλογ. προσθήκη ληκτικού -ς συνήθη σε επιρρ. Για την ετυμολόγηση της λ. βλ. Καραποτόσογλου (1991: 317-318). Περιττεύει η παλαιότερη ετυμολόγηση του Dawkins από την ελλ. φρ. ἐκ νέας.
1. Πάλι, εκ νέου
:
Γνες ο Χριστός ετζείνους είπεν ντι
(Πάλι ο Χριστός είπε σ' εκείνους)
Φάρασ.
-Lag.
Έγλειψεν γνες το δαχτυλίδι τσ̑αι στρώθ' ο κόσμος τραπέζι!
(Έγλειψε πάλι το δαχτυλίδι και στρώθηκε ένα τραπέζι για τον κόσμο!)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
'πίταξάν με ξοπίσου να μάθω πώ 'υρεύει, για 'γώ κατσ' αdζ̑εί· γνες τζ̑ο πη-άγα
(Με έστειλαν πίσω για να μάθω τι θέλει αλλά εγώ (όταν πήγα πίσω) έμεινα εκεί· δεν πήγα ξανά)
Φάρασ.
-Ζουρνατζ.
Πήε γνες τζ̑αι γνες
(Πήγε ξανά και ξανά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Συνών.
γένιντεν, μπιλέ, πάλι
2. Κάποτε, μιά φορά
:
'α γνες
(Μια φορά, κάποτε)
Φάρασ.
-Καρολ.
Γνες το δεύτερον
(Την δεύτερη φορά, μιά άλλη φορά)
Φάρασ.
-Καρολ.
|| Φρ.
Γνες γνες
(Πότε πότε˙ ενίοτε)
Φάρασ., Σινασσ.
-Καρολ.
Συνών.
μπάζου :1