ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπάζου (επίρρ.) μπάζου [ˈbazu] Μισθ. μπάζι̂ [ʹbazɯ] Μαλακ., Ουλαγ. Από το τουρκ. επίρρ. bazı = κάποτε.
1. Κάποτε, πότε ό.π.τ. : Eκείνου μπάζου αν έρτ' λέει λία Mισιώτικα (Eκείνος κάποτε όταν έρχεται λέει λίγα Μιστιώτικα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μπάζου φέρισκαν κουστούμ' πράσινα, μπάζου φέρισκαν καφέ, μπάζου φέρισκαν αλ'νά (Πότε έφερναν κοστούμια πράσινα, πότε καφέ, πότε έφερναν κόκκινα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Τίποτα ντέ 'νι, μπάζου κάχουμι τσ̑αά, λέου δα αχτσ̑ά (Τίποτα δεν είναι, κάποτε κάθομαι εδώ, έτσι το λέω) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Μπάζι̂ κερέ (τουρκ. φρ. bazı kere˙ κάποτε, παλιά) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. γνες, ποτέ :2, σάγνες
2. Κάπου κάπου, που και που : Μπάζου μπάζου φέγ' μας κανένα (Κάπου κάπου μας φεύγει κανένα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Μπάζου μπάζου τουν παίνιξαμ' σ’ Νίγντια μαίνιξαμ' 'σου χαμάμ (Κάπου κάπου όταν πηγαίναμε στην Νίγδη μπαίναμε στο λουτρό) Μισθ. -Κοτσαν. Ογώ έμαχά δα, μπάζου μπάζου λέω ένα ντυό λόγια (Εγώ τα έμαθα (ενν. τα μιστιώτικα), πότε πότε λέω μιά-δυό λέξεις) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ