μπάζου
(επίρρ.)
μπάζου
[ˈbazu]
Μισθ.
μπάζι̂
[ʹbazɯ]
Μαλακ., Ουλαγ.
Από το τουρκ. επίρρ. bazı = κάποτε.
1. Κάποτε, πότε
ό.π.τ.
:
Eκείνου μπάζου αν έρτ' λέει λία Mισιώτικα
(Eκείνος κάποτε όταν έρχεται λέει λίγα Μιστιώτικα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μπάζου φέρισκαν κουστούμ' πράσινα, μπάζου φέρισκαν καφέ, μπάζου φέρισκαν αλ'νά
(Πότε έφερναν κοστούμια πράσινα, πότε καφέ, πότε έφερναν κόκκινα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Τίποτα ντέ 'νι, μπάζου κάχουμι τσ̑αά, λέου δα αχτσ̑ά
(Τίποτα δεν είναι, κάποτε κάθομαι εδώ, έτσι το λέω)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Μπάζι̂ κερέ
(τουρκ. φρ. bazı kere˙ κάποτε, παλιά)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
γνες, ποτέ :2, σάγνες
2. Κάπου κάπου, που και που
:
Μπάζου μπάζου φέγ' μας κανένα
(Κάπου κάπου μας φεύγει κανένα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Μπάζου μπάζου τουν παίνιξαμ' σ’ Νίγντια μαίνιξαμ' 'σου χαμάμ
(Κάπου κάπου όταν πηγαίναμε στην Νίγδη μπαίναμε στο λουτρό)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ογώ έμαχά δα, μπάζου μπάζου λέω ένα ντυό λόγια
(Εγώ τα έμαθα (ενν. τα μιστιώτικα), πότε πότε λέω μιά-δυό λέξεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ