ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαζλαμάς (ουσ. αρσ.) παζλαμάς [pazlaˈmas] Φάρασ. μπαζμάς [baˈzmas] Σίλατ. μπαζλαμά [bazlaˈma] Μισθ. παζλαμά [pazlaˈma] Φλογ. μπαζλαμό [bazlaˈmo] Μισθ. Πληθ. μπαζλαμάδε [bazlaˈmaðe] Φάρασ. παζλαμάδε [pazlaˈmaðe] Φάρασ. μπαζλαμάδα [bazlaˈmaða] Φάρασ. μπαζλαμάια [bazlaˈmaia] Μισθ. παζλαμάια [pazlaˈmaia] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. bazlama = επίπεδο ψημένο ψωμί, όπου και διαλεκτ. τύπ. pazlama και bazma (THADS, λ. bazma I, και λ. pazlama).
Είδος ψωμιού σαν πίτα, ξεροτήγανο ό.π.τ. : Ντου μπαζλαμά σ’ τσείdι τ͑υφερό (Η πίτα σου είναι αφράτη) Μισθ. -Φατ. Το σ̑ήρο η ναίκα ήφαριν μπρό τουν μπαζλαμάδα, σ’ έν' τάσι γιαούρτι τσ̑αι σ’ ε χωμάτινο τσανάχι μέλι να φαν οι εργάτοι (Η χήρα γυναίκα έφερε μπροστά τα ξεροτήγανα, σε μιά γαβάθα γιαούρτι και σε ένα πήλινο κανάτι μέλι να φάνε οι εργάτες) Φάρασ. -Παπαδ. Σου σοφρά απάν’ σ̑άνοιξαμ' ντα μπαζλαμάϊα (Στο τραπέζι επάνω ανοίγαμε τις πίτες) Μισθ. -Κοτσαν. Έιξαμ’ γίσο οκλαβού για δα πασλαμάια (Είχαμε ίσιο πλάστη για τις πίτες) Μισθ. -Κοτσαν. Η συννύφ'τσα τ'ς παλί δίν'κεν dα δύο παζλαμάδε χάχι τζ̑αι παγαίνκεν dα σα μαχσούμε τσ’ (Η συννυφάδα της πάλι της έδινε δύο πίτες ως αμοιβή και τις πήγαινε στα παιδιά της) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Εκείνα α μπαζλαμάια ότις ντα τρώηξιν λέιξιν ας πάμ' Βάρλαντζ̑α να φάμ' τουνdουριού ψωμιά (Εκείνες τις πίτες όποιος τις έτρωγε έλεγε ας πάμε στο Αγιονέρι να φάμε ψωμί από ταντούρι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ || Φρ. Χούφτα του γουνdουρού τον μπαζλαμά (Χούφτωσε του αλευριού την μπουγάτσα˙ ειρωνικά για τους τεμπέληδες) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πβ. γιουφκά