μπαϊνμούς
(επίθ.)
μπαϊνμούς
[bainˈmus]
Μισθ.
Από το τουρκ. ρ. bayılmak, όπου και διαλεκτ. τύπ. bayınmak = λιποθυμώ, είμαι αναίσθητος, μτχ. bayınmış.
Πβ.
μπαγιλντίζω
1. Αναίσθητος
2. Αδιάφορος