πακιριώνας
(ουσ.)
πακ͑ιριώνας
[pakʰiˈrʝonas]
Ανακ., Μισθ.
πακιρώνα
[paciˈrona]
Κίσκ.
πακ͑ιρώνα
[pakʰiˈron]
Φάρασ.
μπαgιριώνας
[baɟiˈrʝonas]
Φλογ.
Από το ουσ. μπακίρι, όπου και τύπ. παχίρι, και το παραγωγ. επιθμ. -ώνας.
1. Ως επίθ., χάλκινος
Ανακ., Κίσκ., Μισθ., Φάρασ.
:
Πακιρώνα ποτούτσ̑ι
(Μπακιρένιο ποτήρι)
Κίσκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ376
Συνών.
πακιρένιος
2. Ως ουσ., χάλκινα μαγειρικά σκεύη
Μισθ., Φλογ.
:
Το φαΐ το ψήνισκαμ’ σα παgιριώνας
(To φαΐ το μαγειρεύαμε σε χάλκινα σκεύη)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191