μπαλντούζα
(ουσ. ουδ.)
μπαλντι̂́ζα
[balˈdɯza]
Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Τελμ.
μπαλντούζα
[balˈduza]
Μισθ., Τσαρικ.
παλτούζα
[palˈtuza]
Σινασσ., Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. baldız = γυναικαδελφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. baltız, balduz.
Γυναικαδελφή, κουνιάδα, η αδελφή της συζύγου κάποιου
ό.π.τ.
:
Eκεί τα μπαλντι̂́ζες του και τσ̑η μαμή έσκαψεν σο μεϊdέν γερί τρία qουγίδια
(Εκεί για τις γυναικαδελφές του και για την μαία έσκαψε στον δημόσιο χώρο τρείς λάκκους)
Τελμ.
-Dawk.
Πήα μη μπαλντούζα μ’ σου χασταχανά
(Πήγα με την αδελφή της γυναίκας μου στο νοσοκομείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.