ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαλντούζα (ουσ. ουδ.) μπαλντι̂́ζα [balˈdɯza] Αραβαν., Μαλακ., Ουλαγ., Τελμ. μπαλντούζα [balˈduza] Μισθ., Τσαρικ. παλτούζα [palˈtuza] Σινασσ., Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. baldız = γυναικαδελφή, όπου και διαλεκτ. τύπ. baltız, balduz.
Γυναικαδελφή, κουνιάδα, η αδελφή της συζύγου κάποιου ό.π.τ. : Eκεί τα μπαλντι̂́ζες του και τσ̑η μαμή έσκαψεν σο μεϊdέν γερί τρία qουγίδια (Εκεί για τις γυναικαδελφές του και για την μαία έσκαψε στον δημόσιο χώρο τρείς λάκκους) Τελμ. -Dawk. Πήα μη μπαλντούζα μ’ σου χασταχανά (Πήγα με την αδελφή της γυναίκας μου στο νοσοκομείο) Μισθ. -Κοτσαν.