μπαλντίρι
(ουσ. ουδ.)
μπαλντούρ'
[balˈdur]
Αξ.
μπαλντέρι
[balˈderi]
Σίλατ.
μπαλτίρ'
[balʹtir]
Φλογ.
παλντίρι
[palˈdiri]
Φάρασ.
παλτίρι
[palˈtiri]
Σινασσ., Φλογ.
παλντούρι
[palˈduri]
Αφσάρ.
παλντΰρ'
[palˈdyr]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. baldır = α) μηρός β) οστό κνήμης γ) παλαιότ., μίσχος.
1. Κνήμη
Αφσάρ., Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
:
Μπαλτιριού μ' το π͑οντικό πλαντά
(Ο μυς της γάμπας μου πονάει)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
οστό :2
2. Μηρός
Αξ., Σίλατ.
:
Τότε έκοψεν ασ' σο μπαλντέρι τ’ το πα'ύ το κιριάς
(Τότε έκοψε από τον μηρό του το παχύ το κρέας)
Σίλατ.
-Dawk.
4. Μίσχος φυτού
Φλογ.
:
Τα τσ̑ιχόρια μικρά κειότανε, κάνισ̑καν μακρύ παλντΰρ'
(Τα αγριοράδικα ήταν μικρά, έκαναν μακρύ μίσχο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Τροποποιήθηκε: 21/10/2025