ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαλντίρι (ουσ. ουδ.) μπαλντέρι [balˈderi] Σίλατ. παλντίρι [palˈdiri] Φάρασ. παλτίρι [palˈtiri] Φλογ. παλντούρι [palˈduri] Αφσάρ. παλντΰρ [palˈdyr] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. baldır = α) μηρός β) οστό κνήμης γ) παλαιότ., μίσχος.
1. Κνήμη Αφσάρ., Φάρασ. Συνών. οστό
2. Μηρός Σίλατ. : Τότε έκοψεν ασ' σο μπαλντέρι τ’ το πα'ύ το κιριάς (Τότε έκοψε από τον μηρό του το παχύ το κρέας) Σίλατ. -Dawk.
3. Γόνατο Φλογ. Συνών. γόνατο, τοπούχι
4. Μίσχος φυτού Φλογ. : Τα τσ̑ιχόρια μικρά κειότανε, κάνισ̑καν μακρύ παλντΰρ (Τα αγριοράδικα ήταν μικρά, έκαναν μακρύ μίσχο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812