μπαλντίρι
(ουσ. ουδ.)
μπαλντέρι
[balˈderi]
Σίλατ.
παλντίρι
[palˈdiri]
Φάρασ.
παλτίρι
[palˈtiri]
Φλογ.
παλντούρι
[palˈduri]
Αφσάρ.
παλντΰρ
[palˈdyr]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. baldır = α) μηρός β) οστό κνήμης γ) παλαιότ., μίσχος.
2. Μηρός
Σίλατ.
:
Τότε έκοψεν ασ' σο μπαλντέρι τ’ το πα'ύ το κιριάς
(Τότε έκοψε από τον μηρό του το παχύ το κρέας)
Σίλατ.
-Dawk.
4. Μίσχος φυτού
Φλογ.
:
Τα τσ̑ιχόρια μικρά κειότανε, κάνισ̑καν μακρύ παλντΰρ
(Τα αγριοράδικα ήταν μικρά, έκαναν μακρύ μίσχο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812