μπαλώνω
(ρ.)
παλώνω
[paˈlono]
Μαλακ.
μπαώνου
[baˈonu]
Τσουχούρ.
Αόρ.
πάλουσα
[ˈpalusa]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. ἐμπαλώνω < ἐμβάλλω.
Μπαλώνω
ό.π.τ.
:
Μπάου λεΐκ-κου το φιστόνι σου
(Μπάλωσε λίγο το φουστάνι σου)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Συνών.
γιαμαλαντίζω
Τροποποιήθηκε: 10/08/2025