μπαλώνω
(ρ.)
παλώνω
[paʹlono]
Μαλακ.
μπαώνου
[baˈonu]
Τσουχούρ.
Αόρ.
πάλουσα
[ʹpalusa]
Μαλακ.
Από το μεσν. ρ. ἐμπαλώνω < ἐμβάλλω.
Μπαλώνω
ό.π.τ.
:
Μπάου λεΐκ-κου το φιστόνι σου
(Μπάλωσε λίγο το φουστάνι σου)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.