ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαξίσι (ουσ. ουδ.) μπαχτσ̑ίσ̑' [baxˈtʃiʃ] Αξ., Μαλακ., Τροχ. μπαχσ̑ίσ̑ι [baxˈʃiʃi] Φάρασ., Φκόσ. μπαχσ̑ίσ̑' [baxˈʃiʃ] Αραβαν. παχσ̑ίσ̑ι [paxˈʃiʃi] Ποτάμ., Φάρασ. παχτσ̑ίσ̑ι [paxˈtʃiʃi] Αραβ., Φάρασ. παχσ̑ίσ̑' [paxˈʃiʃ] Σινασσ., Φλογ. Νεότ. ουσ. μπαξίσι και μπαχσίσι (Mackridge 2021: 83), τα οπ. από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. bahşiş = α) φιλοδώρημα β) δώρο.
Φιλοδώρημα, μπαξίσι ό.π.τ. : Ιστέ, έπαρ' και το μπαχσ̑ίσ̑ι σ' (Nα, πάρε και το μπαξίσι σου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Πολλά μπαχτσ̑ίζ̑ια πήρεν (Πολλά φιλοδωρήματα πήρε) Αξ. -Dawk. 'υρεύεις μπαχσ̑ίσ̑ι (Ψάχνεις φιλοδώρημα) Φάρασ. -Dawk. Πεσλετίσκαν να νάρτει η νύφη να φέρει παχσίσι σο Δεσπότη (Περίμεναν να έρθει η νύφη να φέρει φιλοδώρημα στο Δεσπότη) Φάρασ. -Παπαδ. Φίλεινε τα χέρια τ'νε, ούλωνων, και δίνισκαν το μπαχτσ̑ίσ' σο κορίτσ' (Το κορίτσι φίλαγε ολωνών τα χέρια, και της έδιναν φιλοδώρημα) Τροχ. -Νίγδελ.Τροχ. 'ουν φίλανι νύφ' πεερά τ' ντου χέρ' γίνιξιν ντoυ μπαχτσίσ̑΄ (Όταν φιλούσε η νύφη το χέρι της πεθεράς της, της έδινε φιλοδώρημα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Καχόδουν σου σαντούχ απάν', κρεύιξι μπαχτσίς (Καθόταν πάνω στο σεντούκι, ήθελε φιλοδώρημα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Φράγκου ντεν έχου, τι μπαχτσίσ̑΄ να σι ντώκου; (Φράγκο δεν έχω, τι μπαξίσι να σου δώσω;) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Συνών. αναφόρι :2