μπαριστίζω
(ρ.)
μπαρîστίζω
[barɯˈstizu]
Μαλακ.
μπαρουστίζου
[baruˈstizu]
Μισθ.
μπαρισ̆τού
[barɯˈʃtu]
Ουλαγ.
μπαρισ̑τιέου
[bariˈʃtieu]
Φάρασ.
παρισ̑τιέου
[pariˈʃtieu]
Φάρασ.
παρισ̑τιέγω
[pariˈʃtieɣo]
Φάρασ.
Αόρ. γ' Εν.
bαρισ̑τίασε
[bariʃˈtiase]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ρ. barışmak = συμφιλιώνομαι. Πβ, νεότ. ρ. μπαρεστίζω (Mackridge 2021: 64).
Συμφιλιώνω και συμφιλιώνομαι
ό.π.τ.
:
Μι ντου γογξιού σ' να μπαρουστίεις
(Με τον γείτονά σου να συμφιλιωθείς)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Στρίγξεν τις παντιdζοί αν ημέρα 'ς αν οdάς, να μπαριστιέσει 'ντάμα τουν τζαι να συχωρεθούνε πεναντάου τουν
(Φώναξε τους ποντικούς μιά μέρα σ' ένα δωμάτιο, να συμφιλιωθεί μαζί τους και να αλληλοσυγχωρηθούν)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Έλα ας μπαριστήσουμ'
(Έλα να συμφιλιωθούμε)
Μισθ.
-Μακρ.