μπασάρεμα
(ουσ. ουδ.)
πασ̑άρεμα
[paˈʃarema]
Φάρασ.
Από το ρ. μπασαρεύω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κατόρθωμα, επιτυχία