ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασαρντίζω (ρ.) μπασ̑αρντίζω [baʃarˈdizo] Μισθ. μπασαρντώ [basarˈdo] Σινασσ. Από τον αόρ. başardı του τουρκ. ρ başarmak = πετυχαίνω, με παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. νεότ. (μ)πασαρδίζω και πασαρντίζω (Mackridge 2021: 40).
Κατορθώνω, πετυχαίνω κάτι ό.π.τ. : Ιτό τ' αλέτρι ήταν βαρύ, αλλά ενdάξει, μπασ̑άρντιζα (αυτό το αλέτρι ήταν βαρύ αλλά εντάξει, τα κατάφερνα) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. μπασαρεύω