μπαρμπέρισμα
(ουσ. ουδ.)
μπαρμπέρισμα
[barˈberizma]
Ποτάμ.
Από το νεότ. ουσ. μπαρμπέρισμα, το οπ. από το ρ. μπαρμπερίζω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Έθιμο κατά το οπ. πριν το γάμο ο μπαρμπέρης ξυρίζει τους άνδρες καλεσμένους με έξοδα του γαμπρού