μπαραμπάρια
(επίρρ.)
μπαραbάρια
[baraˈbarʝa]
Αραβαν., Ουλαγ.
μπάρμπαρια
[ˈbarbarʝa]
Μισθ.
μπαραbάρ
[baraˈbar]
Μισθ., Τελμ., Τσαρικ.
μπαραbάρι
[baraˈbari]
Τελμ.
παραπάρι
[paraˈpari]
Φάρασ.
παραπάρε
[paraˈpare]
Φάρασ.
παραπάρ'
[paraˈpar]
Φλογ.
παραπάρα
[paraˈpara]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επιρρ. beraber, όπου και τύπ. barabar = μαζί (Redhouse).
1. Ταυτόχρονα, μαζί
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ.
:
Μπάρμπαρια σηκώχαν
(Ταυτόχρονα σηκώθηκαν)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Να πας να πάω και ‘γώ μπαραbάρ
(Να πας, αν πάω κι εγώ μαζί)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
2. Μόλις
Μισθ., Τσαρικ., Φλογ.
:
Έγηψα δου μπαραbάρ ράντσι
(Μόλις το άναψα με είδε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
'τουν γεννήα μπαραbάρ
(Μόλις γεννήθηκα)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Πότ' το καβάσ̑' παραπάρ', ασ' ση νύφης το στόμα βγ̇αίν' ένα θηρίο, εζερχάς
(Μόλις πάει να το κατεβάσει, ενν. το μαχαίρι, από το στόμα της νύφης βγαίνει ένα θηρίο, δράκος)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
3. Ίσα
Τελμ., Φάρασ.
:
Eγέναν με το μπόι μ' μπαραbάρι
(Έγιναν ίσα με το μπόι μου)
Τελμ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Τσ̑ιπ τα λαχτύλε παραπάρε τζ̑οὔνdαι
(όλα τα δάχτυλα ίδια δεν είναι˙ οι άνθρωποι διαφέρουν ως προς τις ιδιότητες τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.