μπαμπάς
(ουσ. αρσ.)
μπαμπάς
[baˈbas]
Ανακ., Μισθ., Σίλ.
bαbά
[baˈba]
Φλογ.
bαπά
[baˈpa]
Σίλατ.
παπάς
[paˈpas]
Ανακ.
παπά
[paˈpa]
Μαλακ., Σίλατ.
Νεότ. ουσ. μπαμπάς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. baba ως πιο πρόσφατο δάνειο.
Πβ.
βαβάς,
παπάς
Πατέρας
ό.π.τ.
:
Μπαμπάς μου πήρι ένα βόδι
(Ο πατέρας μου πήρε ένα βόδι)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Bαbά, δως με κι εμέ παράδια
(Πατέρα, δώσε μου κι εμένα λεφτά)
Φλογ.
-Dawk.
Καμάρωνεν παπάς μου
(Καμάρωνε ο πατέρας μου)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Άμα να νάχεις μπαμπάς, δε ντούλευνες
(Αν είχες πατέρα, δεν δούλευες)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ5
Συνών.
ατάς, αφέντης, γονιός, κύριος, πασάς