ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαμπάς (ουσ. αρσ.) μπαμπάς [baˈbas] Ανακ., Μισθ., Σίλ. bαbά [baˈba] Φλογ. bαπά [baˈpa] Σίλατ. παπάς [paˈpas] Ανακ. παπά [paˈpa] Μαλακ., Σίλατ. Νεότ. ουσ. μπαμπάς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. baba ως πιο πρόσφατο δάνειο. Πβ. βαβάς, παπάς
Πατέρας ό.π.τ. : Μπαμπάς μου πήρι ένα βόδι (Ο πατέρας μου πήρε ένα βόδι) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Bαbά, δως με κι εμέ παράδια (Πατέρα, δώσε μου κι εμένα λεφτά) Φλογ. -Dawk. Καμάρωνεν παπάς μου (Καμάρωνε ο πατέρας μου) Ανακ. -Κωστ.Α. Άμα να νάχεις μπαμπάς, δε ντούλευνες (Αν είχες πατέρα, δεν δούλευες) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ5 Συνών. ατάς, αφέντης, γονιός, κύριος, πασάς