μπακιρτσής
(ουσ. αρσ.)
μπαχ̇ιρτσ̑ής
[baxirʹtʃis]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. bakırcı = χαλκωματάς.
Μπακιρτζής, χαλκωματάς
Τροποποιήθηκε: 12/08/2025