ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπάλμουμου (ουσ. ουδ.) μπάλμουμου [ˈbalmumu] Ανακ., Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. balmumu = α) φυσικό κερί, μελισσοκέρι β) βουλοκέρι.
Φυσικό κερί ό.π.τ. : || Φρ. Με το μπάλμουμου σε κάλεσα; (Με το κερί σε κάλεσα;˙ λεγόταν προς απρόσκλητο επισκέπτη, από την συνήθεια να δίνουν κεράκια ως πρόσκληση σε γάμο) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812