μπάλμουμου
(ουσ. ουδ.)
μπάλμουμου
[ˈbalmumu]
Ανακ., Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. balmumu = α) φυσικό κερί, μελισσοκέρι β) βουλοκέρι.
Φυσικό κερί
ό.π.τ.
:
|| Φρ.
Με το μπάλμουμου σε κάλεσα;
(Με το κερί σε κάλεσα;˙ λεγόταν προς απρόσκλητο επισκέπτη, από την συνήθεια να δίνουν κεράκια ως πρόσκληση σε γάμο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812