ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπαλουκτσής (ουσ.) μπαλουκτσής [balukˈtsis] Ποτάμ. Πληθ. bαλι̂kτσ̑ήρε [balɯkˈtʃire] Γούρδ. Νεότ. ουσ. μπαλουκτσής (Mackridge 2021: 83), το από το τουρκ. ουσ. balıkçı = ψαράς.
Ψαράς ό.π.τ. : Σόνgρα πατισ̑αχιού το παιρί πιάσε μπαλι̂κτσ̑ήρε να πιάσουν το ψαρ' (Έπειτα το παιδί του βασιλιά πήρε ψαράδες να πιάσουν το ψάρι) Γούρδ. -Dawk. Βρε ψαρά, βρε μπαλουκτσή, πόσ’ τα δίνεις την οκά; (Βρε ψαρά, βρε ψαροπώλη, πόσο τα δίνεις (ενν. τα ψάρια) την οκά;) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327