μπαλουκτσής
(ουσ.)
μπαλουκτσής
[balukˈtsis]
Ποτάμ.
Πληθ.
bαλι̂kτσ̑ήρε
[balɯkˈtʃire]
Γούρδ.
Νεότ. ουσ. μπαλουκτσής (Mackridge 2021: 83), το από το τουρκ. ουσ. balıkçı = ψαράς.
Ψαράς
ό.π.τ.
:
Σόνgρα πατισ̑αχιού το παιρί πιάσε μπαλι̂κτσ̑ήρε να πιάσουν το ψαρ'
(Έπειτα το παιδί του βασιλιά πήρε ψαράδες να πιάσουν το ψάρι)
Γούρδ.
-Dawk.
Βρε ψαρά, βρε μπαλουκτσή, πόσ’ τα δίνεις την οκά;
(Βρε ψαρά, βρε ψαροπώλη, πόσο τα δίνεις (ενν. τα ψάρια) την οκά;)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327