μπαμπαλτζής
(ουσ.)
μπαbαλτζής
[babalˈdzis]
Μισθ.
Από το παλαιότ. τουρκ. ουσ. bağbancı = φύλακας αμπελιών, δραγάτης.
Αγρονόμος
Συνών.
μπεκτσής