μπάμπασκα
(επίθ.)
μπάμbασ̑κα
[ˈbambaʃka]
Μαλακ.
Πληθ.
μπαμπασ̑κάδια
[bambaˈʃkaðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. bambaşka = εντελώς διαφορετικός (Redhouse), το οπ. με εμφατ. αναδιπλ. από την αντων. μπασκά/τουρκ. başka.
Πβ.
μπασκά
Αλλόκοτος.
Τροποποιήθηκε: 19/06/2025