μπάμπασκα
(επίθ.)
μπάμbασ̑κα
[ʹbambaʃka]
Μαλακ.
Πληθ.
μπαμπασ̑κάδια
[bambaʹʃkaðʝa]
Μαλακ.
Από το τουρκ. επίθ. bambaşka = εντελώς διαφορετικός (Redhouse), το οπ. με εμφατ. αναδιπλ. από την αντων. μπασκά/τουρκ. başka.
Πβ.
μπασκά
Αλλόκοτος.