μπασκά
(αντων.)
μπασ̑κάς
[baˈʃka]
Σίλ.
μπασ̑κά
[baˈʃka]
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ.
π͑ασ̑κά
[pʰaˈʃka]
Φερτάκ.
πασ̑χά
[paˈʃxa]
Σατ., Φάρασ.
Θηλ.
πασ̑κάσα
[paˈʃkasa]
Σίλ.
Πληθ.
μπασ̑κάροι
[baˈʃkari]
Σίλ.
Από την τουρκ. αντων. başka = άλλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. başha.
1. Άλλος
ό.π.τ.
:
Ένα μπασ̑κά πατισάχ, ιτό ντο πατισάχ πήρεν ντο d' αλλάι
(Ένας άλλος βασιλιάς, αυτόν τον βασιλιά τον κορόιδεψε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Τες λ̑ίρες ως τες ρώννει, σωρούν ντου μπασ̑κάροι άρτουπουροι
(Καθώς δίνει τις λίρες, τον βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι)
Σίλ.
-Dawk.
Να τα φορώσω μπασ̑κά ρούχα
(Να του φορέσω άλλα ρούχα)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Θωρεί 'τι πασ̑χά βόιδιν τζ̑ο 'ρτζ̑έται
(Βλέπει ότι το άλλο βόδι δεν έρχεται)
Φάρασ.
-Αναστασ.
Aπό τρία μήνες όμπρο σ' ένα π͑ασ̑κά άτρωπο έντωκα τσ̑οάπ' 'τον
(Εδώ και τρεις μήνες είχα δώσει (θετική) απάντηση σε έναν άλλον άνθρωπο)
Φερτάκ.
-Thumb
Ατζείνου ο δάσκαλους πήριν το ραβdί του χύτ'σεν έφυν τζαι πασ̑χά δάσκαλους τζοὔρτιν σο χωρίο μας
(Εκείνος ο δάσκαλος πήρε το ραβδί του, έφυγε τρέχοντας, και άλλος δάσκαλος δεν ξανάρθε στο χωριό μας)
Σατ.
-Παπαδ.
Χάρ' τα πάσχα τίπως!
(Χάρισέ του και τίποτα άλλο!)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Πασχά ερντα̈́ τα ράσα, πασχά ερντα̈́ ο παπάς
(Αλλού τα ράσα, αλλού ο παπάς˙ Για αυτούς που δεν φροντίζουν σωστά τις υποθέσεις τους)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Αδα̈́ 'στράφτει, πασχά ερντα̈́ βρονdά
(Εδώ αστράφτει, σε άλλη μεριά βροντά˙ Όταν άλλο λέμε κι άλλο καταλαβαίνουν ή όταν αλλού γίνεται κάτι κι αλλού έχει αντίκτυπο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πασ̑χά έν' ντ' αμbέλι, πασ̑χά έν' ο παχτσ̑άς
(Άλλο είναι το αμπέλι, άλλο είναι το περιβόλι˙ Όταν θέλουμε να ξεχωρίσουμε δύο ζητήματα, το ένα από το άλλο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Πασ̑χά ερντα̈́ 'εννάς το 'βό, τσ̑' έρτσ̑εσαι σε μέν' τζ̑αι καρκαρίζεις
(Σε άλλη μεριά γεννάς το αβγό κι έρχεσαι σε μένα και κακαρίζεις˙ Για τους φίλους που μας παινεύουν, αλλά σε άλλους κάνουν την πραγματική εξυπηρέτηση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Αλλιώτικος, διαφορετικός
Σίλ.
:
Τσο σ' τα ποίσ'τι, ω κόρες, Σίλλιας μας τα γαϊντέ μπασκά ήγνου!
(Τι να κάνουμε, κορίτσια, της Σίλλης μας τα έθιμα ήταν αλλιώτικα!)
Σίλ.
-Καρίπ.
Συνών.
άλλος