ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μπασκά (αντων.) μπασ̑κάς [baˈʃka] Σίλ. μπασ̑κά [baˈʃka] Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ. π͑ασ̑κά [pʰaˈʃka] Φερτάκ. πασ̑χά [paˈʃxa] Σατ., Φάρασ. Θηλ. πασ̑κάσα [paˈʃkasa] Σίλ. Πληθ. μπασ̑κάροι [baˈʃkari] Σίλ. Από την τουρκ. αντων. başka = άλλος, όπου και διαλεκτ. τύπ. başha.
1. Άλλος ό.π.τ. : Ένα μπασ̑κά πατισάχ, ιτό ντο πατισάχ πήρεν ντο d' αλλάι (Ένας άλλος βασιλιάς, αυτόν τον βασιλιά τον κορόιδεψε) Ουλαγ. -Κεσ. Τες λ̑ίρες ως τες ρώννει, σωρούν ντου μπασ̑κάροι άρτουπουροι (Καθώς δίνει τις λίρες, τον βλέπουν οι άλλοι άνθρωποι) Σίλ. -Dawk. Να τα φορώσω μπασ̑κά ρούχα (Να του φορέσω άλλα ρούχα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Θωρεί 'τι πασ̑χά βόιδιν τζ̑ο 'ρτζ̑έται (Βλέπει ότι το άλλο βόδι δεν έρχεται) Φάρασ. -Αναστασ. Aπό τρία μήνες όμπρο σ' ένα π͑ασ̑κά άτρωπο έντωκα τσ̑οάπ' 'τον (Εδώ και τρεις μήνες είχα δώσει (θετική) απάντηση σε έναν άλλον άνθρωπο) Φερτάκ. -Thumb Ατζείνου ο δάσκαλους πήριν το ραβdί του χύτ'σεν έφυν τζαι πασ̑χά δάσκαλους τζοὔρτιν σο χωρίο μας (Εκείνος ο δάσκαλος πήρε το ραβδί του, έφυγε τρέχοντας, και άλλος δάσκαλος δεν ξανάρθε στο χωριό μας) Σατ. -Παπαδ. Χάρ' τα πάσχα τίπως! (Χάρισέ του και τίποτα άλλο!) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Πασχά ερντα̈́ τα ράσα, πασχά ερντα̈́ ο παπάς (Αλλού τα ράσα, αλλού ο παπάς˙ Για αυτούς που δεν φροντίζουν σωστά τις υποθέσεις τους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Αδα̈́ 'στράφτει, πασχά ερντα̈́ βρονdά (Εδώ αστράφτει, σε άλλη μεριά βροντά˙ Όταν άλλο λέμε κι άλλο καταλαβαίνουν ή όταν αλλού γίνεται κάτι κι αλλού έχει αντίκτυπο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πασ̑χά έν' ντ' αμbέλι, πασ̑χά έν' ο παχτσ̑άς (Άλλο είναι το αμπέλι, άλλο είναι το περιβόλι˙ Όταν θέλουμε να ξεχωρίσουμε δύο ζητήματα, το ένα από το άλλο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Πασ̑χά ερντα̈́ 'εννάς το 'βό, τσ̑' έρτσ̑εσαι σε μέν' τζ̑αι καρκαρίζεις (Σε άλλη μεριά γεννάς το αβγό κι έρχεσαι σε μένα και κακαρίζεις˙ Για τους φίλους που μας παινεύουν, αλλά σε άλλους κάνουν την πραγματική εξυπηρέτηση) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Αλλιώτικος, διαφορετικός Σίλ. : Τσο σ' τα ποίσ'τι, ω κόρες, Σίλλιας μας τα γαϊντέ μπασκά ήγνου! (Τι να κάνουμε, κορίτσια, της Σίλλης μας τα έθιμα ήταν αλλιώτικα!) Σίλ. -Καρίπ.
Συνών. άλλος